- μακρίων
- μάκροςlengthneut gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
κουτσομούρα — Κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Mullus barbatus της οικογένειας των μουλιδών ή μυλιδών. Πρόκειται για είδος μπαρμπουνιού, με σώμα πλευρικά πεπιεσμένο, μήκους έως 30 εκ., και κοντό κεφάλι, το οποίο φέρει ένα ζευγάρι μακριών μυστάκων κάτω από … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
μάξι — το 1. μακρύ, μέχρι τον αστράγαλο, γυναικείο φόρεμα 2. η μόδα τών μακριών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. maxi < λατ. maximum «μέγιστο»] … Dictionary of Greek
μαστόδοντα — Ομάδα προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μειόκαινου εποχής και έζησαν έως και την πλειστόκαινο. Τα μ. ήταν προσαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και ο κύριος εκπρόσωπός τους ήταν το γένος Mastodon ήMammut … Dictionary of Greek
μυιοσόβη — η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη) δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι αρχ. μτφ. μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek
ανθιστιρία — (anthistiria). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι ιθαγενή της Ινδονησίας και της Αυστραλίας. Έχουν στενά φύλλα, με ή χωρίς γλωσσίδιο. Όταν υπάρχει γλωσσίδιο, περιβάλλεται από μακριές τρίχες. Τα στοιχεία του… … Dictionary of Greek
αχεροντία — (acherontia). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των σφιγγιδών. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, τη Μαδαγασκάρη και στα νησιά των Αζόρων. Το τέλειο έντομο έχει άνοιγμα πτερύγων 10 12 εκ., ενώ το μήκος της προνύμφης μπορεί να φτάσει … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek